- καταλήστευση
- η1. διαρπαγή, άγρια ληστεία2. ανελέητη εκμετάλλευση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λεηλασία — η (Α λεηλασία, επικ. τ. λεηλασίη) [λεηλατώ] αποκόμιση λείας, διαρπαγή, λαφυραγώγηση, καταλήστευση («καὶ πλοῡτον ἐκ...λεηλασιῶν», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
Ράιχσμπανκ — (Reichsbank). Κεντρική τράπεζα της Γερμανίας, που ιδρύθηκε το 1875 και λειτούργησε έως το τέλος του B’ Παγκοσμίου πολέμου. Ήταν ιδιωτική ανώνυμη εταιρεία αλλά ελεγχόταν ολοκληρωτικά από το κράτος. Το αρχικό της μετοχικό κεφάλαιο ήταν 120… … Dictionary of Greek
Ρανάντε Μαχάντεβ Γκόβιντ — (1842 – 1901). Ινδός πολιτικός και οικονομολόγος. Καταγόταν από πλούσια οικογένεια βραχμάνων. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Βομβάης. Το 1885 93 διατέλεσε μέλος του νομοθετικού συμβουλίου της Βομβάης και υπήρξε ένας από τους καθοδηγητές ινδικής… … Dictionary of Greek
Σουδάν — Κράτος της Βόρειας Αφρικής. Συνορεύει στα Β με την Αίγυπτο και τη Λιβύη, στα Δ με το Τσαντ και την Κεντροαφρικάνικη Δημοκρατία, στα Ν με το Κόνγκο, την Ουγκάντα και την Κένυα και στα Α με την Αιθιοπία και την Ερυθραία, ενώ το ΒΑ τμήμα της… … Dictionary of Greek